παράφορος — borne aside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek
παραφόρως — παράφορος borne aside adverbial παράφορος borne aside masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορώτεροι — παράφορος borne aside masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφόρους — παράφορος borne aside masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφοροι — παράφορος borne aside masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφορον — borne aside neut nom/voc/acc sg παράφορος borne aside masc/fem acc sg παράφορος borne aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος … Dictionary of Greek